γουνόν

γουνόν
γουνός
high ground
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”